Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπλεγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαλεγμέν|ος <-η, -ο> [ðjalɛɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

απαλλαγμέν|ος <-η, -ο> [apalaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. απαλλαγμένος (από υποχρέωση):

εξελιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛliɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ψαγμέν|ος <-η, -ο> [psaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ανοιγμέν|ος <-η, -ο> [aniɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

προηγμέν|ος <-η, -ο> [prɔiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (τεχνολογία)

ταραγμέν|ος <-η, -ο> [taraɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. ταραγμένος (θάλασσα):

2. ταραγμένος (άνθρωπος):

πεταγμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πεταγμένος → πεταμένος

Βλέπε και: πεταμένος

πεταμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πεταμένος (που βρίσκεται στα σκουπίδια):

ανεπτυγμέν|ος <-η, -ο> [anɛptiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

διαζευγμέν|ος <-η, -ο> [ðiazɛvɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ενειλιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛniliˈɣmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κατεψυγμέν|ος <-η, -ο> [katɛpsiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποδεδειγμέν|ος <-η, -ο> [apɔðɛðiɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский