Ελληνικά » Γερμανικά

πεταμέν|ος <-η, -ο> [pɛtaˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πεταμένος (που βρίσκεται στα σκουπίδια):

πεταμένος

πετάμεν|ος <-η, -ο> [pɛˈtamɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский