Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπερδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπερδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [bɛrˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. μπερδεύω (δημιουργώ αταξία):

μπερδεύω
μπερδεύω τα λόγια μου

2. μπερδεύω (κατά λάθος: ονόματα, καπέλο κτλ):

μπερδεύω με

II . μπερδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. μπερδεύομαι (καταλήγω σε αταξία):

2. μπερδεύομαι (μιλώντας):

Παραδειγματικές φράσεις με μπερδεύω

μπερδεύω τη γλώσσα μου
μπερδεύω τα λόγια μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский