Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακατεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακατεύομαι σε
hineingeraten in +αιτ
ανακατεύομαι σε
sich einmischen in +αιτ
ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ανακατεύομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ανακατεύομαι
ανακατεύομαι
δεν ανακατεύομαι
ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι
mitmischen bei +δοτ
ανακατεύομαι σε
αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι
ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι
ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις
sich einmischen in +αιτ
ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι σε
ανακατεύομαι με τον κόσμο
ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский