Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακατωσούρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακατωσούρα [anakatɔˈsura] SUBST θηλ

1. ανακατωσούρα (ακαταστασία):

ανακατωσούρα
Durcheinander ουδ

2. ανακατωσούρα (θόρυβος, σε διαδήλωση):

ανακατωσούρα
Tumult αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский