Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακεφαλαίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακεφαλαίωσ|η <-εις> [anacɛfaˈlɛɔsi] SUBST θηλ

1. ανακεφαλαίωση:

ανακεφαλαίωση
ανακεφαλαίωση

2. ανακεφαλαίωση ΒΙΟΛ:

ανακεφαλαίωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский