Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακάτεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακάτεμα [anaˈkatɛma], ανακάτωμα [anaˈkatɔma] SUBST ουδ

1. ανακάτεμα (ανάμιξη):

ανακάτεμα
Vermischung θηλ

2. ανακάτεμα (μπέρδεμα, σύγχυση):

ανακάτεμα
Durcheinander ουδ

3. ανακάτεμα (αναγούλα):

ανακάτεμα
Übelkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανακάτεμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский