Ελληνικά » Γερμανικά

κοπάδι [kɔˈpaði] SUBST ουδ

1. κοπάδι (πρόβατα, κατσίκες, βόδια, ελέφαντες):

Herde θηλ

2. κοπάδι (λύκοι, σκύλοι):

Rudel ουδ

3. κοπάδι (έντομα, πουλιά):

Schwarm αρσ

4. κοπάδι μτφ (άνθρωποι):

Horde θηλ

κοπίδι [kɔˈpiði] SUBST ουδ

κοπαδιαστά [kɔpaðjasˈta] ΕΠΊΡΡ (για επισκέπτες κτλ)

κόπια [ˈkɔpça] SUBST θηλ

Kopie θηλ

κοπριά [kɔpriˈa] SUBST θηλ

1. κοπριά (περιττώματα):

Mist αρσ

2. κοπριά (λίπασμα):

Dünger αρσ

κοπανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔpaˈnizɔ], κοπαν|ώ [kɔpaˈnɔ] <-άς, -ησα> VERB μεταβ

2. κοπανίζω (σε γουδί):

3. κοπανίζω (δέρνω):

6. κοπανίζω (μεθώ):

7. κοπανίζω (φλυαρώ):

κοπελιά [kɔpɛˈʎa] SUBST θηλ

1. κοπελιά (κοπέλα):

junge Frau θηλ

2. κοπελιά (στη γλώσσα νέων: κορίτσι):

Mädel ουδ

κοπάλιο [kɔˈpaliɔ] SUBST ουδ

παπαδιά [papaˈðja] SUBST θηλ

κοπέλα [kɔˈpɛla] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский