Ελληνικά » Γερμανικά

ζωεμπορία [zɔɛmbɔˈria] SUBST θηλ, ζωεμπόριο [zɔɛmˈbɔriɔ] SUBST ουδ

σιτέμπορος [siˈtɛmbɔrɔs], σιτέμπορας [siˈtɛmbɔras] SUBST αρσ, σιτεμπόρισσα [sitɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

καπνέμπορος [kapˈnɛmbɔrɔs], καπνέμπορας [kapˈnɛmbɔras] SUBST αρσ, καπνεμπόρισσα [kapnɛmˈbɔrisa] SUBST θηλ

ζωέμπορος (ζωεμπόρισσα) [zɔˈɛmbɔrɔs, zɔɛmˈbɔrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ζωέμπορος (ζωεμπόρισσα)
Tierhändler(in) αρσ (θηλ)

μπεκιάρ|ης <-ηδες> [bɛˈcaris] SUBST αρσ, μπεκιάρισσα [bɛˈcarisa] SUBST θηλ

εμπορικό [ɛmbɔriˈkɔ] SUBST ουδ (κατάστημα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский