Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπεκιάρης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπεκιάρ|ης <-ηδες> [bɛˈcaris] SUBST αρσ, μπεκιάρισσα [bɛˈcarisa] SUBST θηλ

μπεκιάρης
Junggeselle αρσ (Junggesellin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский