Ελληνικά » Γερμανικά

ζευγαράκι [zɛvɣaˈraci] SUBST ουδ (ερωτευμένων)

I . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζευγαρώνω ΖΩΟΛ:

2. ζευγαρώνω (κάνω δυο γνωστούς ζευγάρι):

II . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

ζευγάρι [zɛˈvɣari] SUBST ουδ

1. ζευγάρι (άνθρωποι, αντικείμενα):

Paar ουδ
ein Paar ουδ Schuhe

2. ζευγάρι (στο πόκερ):

Pärchen ουδ
zwei Pärchen ουδ πλ

ζυγαριά [ziɣaˈri̯a] SUBST θηλ

ζευγαρωτ|ός <-ή, -ό> [zɛvɣarɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

ζευγάρωμα [zɛˈvɣarɔma] SUBST ουδ

φευγαλέ|ος <-α, -ο> [fɛvɣaˈlɛɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский