Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζευγαρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζευγαρώνω ΖΩΟΛ:

ζευγαρώνω

2. ζευγαρώνω (κάνω δυο γνωστούς ζευγάρι):

ζευγαρώνω

II . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

ζευγαρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский