Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενσταντανέ , ένσταση και ενσταλάζω

ενσταντανέ [ɛnstandaˈnɛ] SUBST ουδ αμετάβλ

ενσταλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ɛnstaˈlazɔ] VERB μεταβ

1. ενσταλάζω ΙΑΤΡ:

2. ενσταλάζω μτφ (μίσος κτλ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский