Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένστικτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένστικτο [ˈɛnstiktɔ], ένστιχτο [ˈɛnstixtɔ] SUBST ουδ

ένστικτο
Instinkt αρσ
από ένστικτο
έχω ένστικτο
αλάνθαστο ένστικτο
χωρίς ένστικτο
niedere Instinkte αρσ πλ
ζωώδες ένστικτο
μητρικό ένστικτο
σεξουαλικό ένστικτο
Sexualtrieb αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ένστικτο

από ένστικτο
έχω ένστικτο
χωρίς ένστικτο
αλάνθαστο ένστικτο
ζωώδες ένστικτο
μητρικό ένστικτο
σεξουαλικό ένστικτο
ένστικτο ουδ της αυτοσυντήρησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский