Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενστικτώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενστικτώδ|ης <-ης, -ες> [ɛnstikˈtɔðis] ΕΠΊΘ

ενστικτώδης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский