Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενσταλάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενσταλά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ɛnstaˈlazɔ] VERB μεταβ

1. ενσταλάζω ΙΑΤΡ:

ενσταλάζω

2. ενσταλάζω μτφ (μίσος κτλ):

ενσταλάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский