Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενσαρκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ενσαρκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnsarˈkɔnɔ] VERB μεταβ

II . ενσαρκώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (για θεό)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский