Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενσάρκωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενσάρκωσ|η <-εις> [ɛnˈsarkɔsi] SUBST θηλ

1. ενσάρκωση (απόκτηση υλικής υπόστασης, προσωποποίηση):

ενσάρκωση
Verkörperung θηλ

2. ενσάρκωση (θεού):

ενσάρκωση
Menschwerdung θηλ

3. ενσάρκωση (ειδικά στο βουδισμό):

ενσάρκωση
Inkarnation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский