Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενστάλαξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενστάλαξ|η <-εις> [ɛnˈstalaksi] SUBST θηλ

1. ενστάλαξη (υγρού):

ενστάλαξη

2. ενστάλαξη ΙΑΤΡ:

ενστάλαξη
Instillation θηλ

3. ενστάλαξη μτφ:

ενστάλαξη
Einflößung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский