Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενσπείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εν|σπείρω <-έσπειρα> [ɛnˈspirɔ] VERB μεταβ

1. ενσπείρω (φόβο):

ενσπείρω

2. ενσπείρω (πανικό):

ενσπείρω

3. ενσπείρω (διχόνοια):

ενσπείρω
ενσπείρω τη διχόνοια

Παραδειγματικές φράσεις με ενσπείρω

ενσπείρω τη διχόνοια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский