Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρετή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρετή [arɛˈti] SUBST θηλ

1. αρετή (προτέρημα):

αρετή
Vorzug αρσ

2. αρετή (ηθικός σεβασμός):

αρετή
Tugend θηλ
der Weg αρσ der Tugend

Παραδειγματικές φράσεις με αρετή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский