Ελληνικά » Γερμανικά

εμπειροτέχνης (εμπειροτέχνισσα) [ɛmbirɔˈtɛxnis, ɛmbirɔˈtɛxnisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εμπειροτέχνης (εμπειροτέχνισσα)
Experte αρσ (Expertin) θηλ

χειροτεχνία [çirɔtɛxˈnia] SUBST θηλ

χειροτεχνικ|ός <-ή, -ό> [çirɔtɛxniˈkɔs] ΕΠΊΘ

χειροτέχνημα [çirɔˈtɛxnima] SUBST ουδ

εμπειρογνωμοσύνη [ɛmbirɔɣnɔmɔˈsini] SUBST θηλ

εμπειριοκρατικ|ός <-ή, -ό> [ɛmbiriɔkratiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский