γυφτιά [jifˈtça] SUBST θηλ
1. γυφτιά μειωτ (Γύφτοι):
-
Zigeunerpack ουδ
2. γυφτιά (απρέπεια, μικροπρέπεια):
3. γυφτιά (ακαταστασία):
-
Durcheinander ουδ
4. γυφτιά (τσιγγουνιά):
-
Knauserigkeit θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.