Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικογενειακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικογενειακ|ός <-ή, -ό> [ikɔjɛniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

οικογενειακός
Familien-, familiär
Familienstand αρσ
οικογενειακός κύκλος
Kreis αρσ der Familie
οικογενειακός κύκλος
Familienkreis αρσ
οικογενειακός προγραμματισμός

Παραδειγματικές φράσεις με οικογενειακός

οικογενειακός φίλος
οικογενειακός γιατρός
Hausarzt αρσ
οικογενειακός προγραμματισμός
οικογενειακός κύκλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский