Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γύφτικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γύφτικ|ος <-η, -ο> [ˈjiftikɔs] ΕΠΊΘ

1. γύφτικος (Γύφτων):

γύφτικος
Zigeuner-
Zigeunerlager ουδ

2. γύφτικος (τρόπος):

γύφτικος μτφ μειωτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский