Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυφταριό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυφταριό [jiftaˈri̯ɔ] SUBST ουδ

1. γυφταριό (χώρος Γύφτων):

γυφταριό
Zigeunerlager ουδ

2. γυφταριό μειωτ (Γύφτοι):

γυφταριό
Zigeunerpack ουδ

3. γυφταριό (βρόμικος χώρος):

γυφταριό μτφ μειωτ
Saustall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский