Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αψεγάδιαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αψεγάδιαστ|ος <-η, -ο> [apsɛˈɣaðjastɔs] ΕΠΊΘ (συμπεριφορά, δέρμα)

αψεγάδιαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский