Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άψητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άψητ|ος <-η, -ο> [ˈapsitɔs] ΕΠΊΘ

1. άψητος (φαγητό σε κατσαρόλα ή φούρνο):

άψητος

2. άψητος (κρέας σε τηγάνι):

άψητος

3. άψητος μτφ (ανώριμος):

άψητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский