Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αψηφισιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αψηφισιά [apsifiˈsça] SUBST θηλ

1. αψηφισιά (στην αντιμετώπιση κινδύνου):

αψηφισιά
Leichtsinn αρσ

2. αψηφισιά (αδιαφορία για τους άλλους):

αψηφισιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский