Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άψαχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άψαχτ|ος <-η, -ο> [ˈapsaxtɔs] ΕΠΊΘ

1. άψαχτος (σπίτι):

άψαχτος

2. άψαχτος μτφ (άνθρωπος):

άψαχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский