Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αψαλίδιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αψαλίδιστ|ος <-η, -ο> [apsaˈliðistɔs] ΕΠΊΘ

1. αψαλίδιστος (μαλλιά, ύφασμα):

αψαλίδιστος

2. αψαλίδιστος μτφ (κείμενο, βιβλίο):

αψαλίδιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский