Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχώριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχώριστ|ος <-η, -ο> [aˈxɔristɔs] ΕΠΊΘ

1. αχώριστος (γενικά):

αχώριστος

2. αχώριστος (φίλοι):

αχώριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский