Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άψαλτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άψαλτ|ος <-η, -ο> [ˈapsaltɔs] ΕΠΊΘ

1. άψαλτος (ύμνος, τροπάριο):

άψαλτος

2. άψαλτος (νεκρός):

άψαλτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский