Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμπάριζα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμπάριζα [amˈbariza] SUBST θηλ

1. αμπάριζα:

αμπάριζα

Παραδειγματικές φράσεις με αμπάριζα

παίρνω αμπάριζα κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский