Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμπάλωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμπάλωτ|ος <-η, -ο> [aˈbalɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αμπάλωτος (παντελόνι):

αμπάλωτος

2. αμπάλωτος (κάλτσα):

αμπάλωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский