Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμέλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμέλεια [aˈmɛlia] SUBST θηλ

1. αμέλεια (έλλειψη φροντίδας και ενδιαφέροντος):

αμέλεια

2. αμέλεια (απροσεξία, αιτία δυστυχήματος) ΝΟΜ:

αμέλεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский