Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμείλικτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμείλικτ|ος [aˈmiliktɔs], αμείλιχτ|ος [aˈmilixtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский