Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμείβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμεί|βω <-ψα, -φτηκα> [aˈmivɔ] VERB μεταβ

1. αμείβω (δίνω αμοιβή):

αμείβω

2. αμείβω (δίνω χρηματική αμοιβή):

αμείβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский