Ελληνικά » Γερμανικά

αμέθυστ|ος1 <-η, -ο> [aˈmɛθistɔs] ΕΠΊΘ

αμέθυστος

αμέθυστος2 [aˈmɛθistɔs] SUBST αρσ (πολύτιμος λίθος)

αμέθυστος
Amethyst αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский