Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμελέτητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμελέτητ|ος <-η, -ο> [amɛˈlɛtitɔs] ΕΠΊΘ

1. αμελέτητος (αδιάβαστος):

αμελέτητος

2. αμελέτητος (απόπειρα):

αμελέτητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский