Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wiegen , Lizenz , wieder , wienern και Wiener

Wiener1 <-, -> SUBST θηλ (Wurst)

I . wiegen1 [ˈviːgən] VERB μεταβ (Kopf, Kind)

II . wiegen1 [ˈviːgən] VERB αυτοπ ρήμα sich wiegen

1. wiegen (beim Tanzen, Boot):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский