Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γυαλί|ζω <-σα, -ίστηκα, -ισμένος> [jaˈlizɔ] VERB αμετάβ (λάμπω)

II . γυαλί|ζω <-σα, -ίστηκα, -ισμένος> [jaˈlizɔ] VERB μεταβ (λουστράρω)

Παραδειγματικές φράσεις με γυαλίζω

γυαλίζω (τον) πάγκο ΑΘΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский