Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυάλισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυάλισμα [ˈjalizma] SUBST ουδ

1. γυάλισμα (στίλβωμα):

γυάλισμα
Polieren ουδ

2. γυάλισμα (ειδικά παπουτσιών):

γυάλισμα
Putzen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский