Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: trivial , trist και trinken

II . trinken <trinkt, trank, getrunken> [ˈtrɪŋkən] VERB αμετάβ οικ (Alkoholiker sein)

trist [trɪst] ΕΠΊΘ

trivial [triˈvjaːl] ΕΠΊΘ

1. trivial (abgedroschen):

2. trivial (alltäglich):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский