Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοιν|ός <-ή, -ό> [ciˈnɔs] ΕΠΊΘ

1. κοινός (μοιραζόμενος: φίλος κτλ):

κοινός

2. κοινός (συνηθισμένος):

κοινός

3. κοινός (δημόσιος):

κοινός

4. κοινός (ευτελής):

κοινός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский