Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Stil και toll

toll [tɔl] ΕΠΊΘ

1. toll (wild, ausgelassen):

2. toll (großartig):

3. toll (verrückt):

Stil <-(e)s, -e> [ʃtiːl] SUBST αρσ

1. Stil ΛΟΓΟΤ:

ύφος ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский