Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „prestieradlá“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pressieren

pressieren [prɛˈsiːrən] VERB αμετάβ ιδιωμ A CH

pressieren s. drängen

Βλέπε και: drängen

II . drängen [ˈdrɛŋən] VERB μεταβ

1. drängen (schieben):

2. drängen (antreiben):

drängen zu +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский