Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπρώχνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπρώ|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈzbrɔxnɔ] VERB μεταβ

1. σπρώχνω (άνθρωπο: γερά):

σπρώχνω

2. σπρώχνω (ελαφριά):

σπρώχνω

3. σπρώχνω (αντικείμενο: σκουντώ):

σπρώχνω

4. σπρώχνω (αυτοκίνητο):

σπρώχνω

5. σπρώχνω μτφ (παρακινώ):

σπρώχνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский