Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπρώξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπρώξιμο [ˈzbrɔksimɔ] SUBST ουδ

1. σπρώξιμο (σπρωξιά):

σπρώξιμο
Stoß αρσ

2. σπρώξιμο (ενέργεια του σπρώχνω):

σπρώξιμο
Stoßen ουδ

3. σπρώξιμο (αυτοκινήτου):

σπρώξιμο
Anschieben ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский