Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στριμώχνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στριμώ|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [striˈmɔxnɔ] VERB μεταβ

1. στριμώχνω (χώνω):

στριμώχνω

2. στριμώχνω (αναγκάζω να μετακινηθεί):

στριμώχνω

3. στριμώχνω (ασκώ πίεση):

στριμώχνω

II . στριμώχνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. στριμώχνομαι (μπαίνω):

2. στριμώχνομαι (μαζεύομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский